Πρόκειται για μια πάθηση με υψηλή συννοσηρότητα και ποικιλία κλινικών εκδηλώσεων.
H ψωρίαση είναι μια φλεγμονώδης νόσος του δέρματος που επηρεάζει το 2-4% του πληθυσμού. Παράγει φολιδωτές πλάκες στους αγκώνες, τα γόνατα και αλλού. Η «βιβλική λέπρα» θεωρείται τώρα ότι ήταν στην πραγματικότητα ψωρίαση. Εκείνη την εποχή, τα επηρεαζόμενα άτομα στιγματίζονταν και εκδιώκονταν από τις κοινότητές τους.
Η ψωρίαση κάνει το δέρμα να ανανεώνεται πολύ γρήγορα, με ανεπαρκή χρόνο ώστε να ωριμάσουν, πλήρως, τα μεμονωμένα κύτταρα. Κανονικά, χρειάζονται έξι εβδομάδες για τα κύτταρα που διαιρούνται στη βάση της επιδερμίδας, προκειμένου να διαφοροποιηθούν, να ωριμάσουν και να απομακρυνθούν από την επιφάνεια του δέρματος. Στην ψωρίαση, αυτή η διαδικασία συμβαίνει 10 φορές πιο γρήγορα και διαρκεί μόνο τέσσερις έως πέντε ημέρες.
Αυτός ο γρήγορος πολλαπλασιασμός των κυττάρων προκαλεί πάχυνση του δέρματος. Απαιτεί, επίσης, αυξημένη ροή αίματος και θρεπτικά συστατικά για να υποστηρίξει τον γρήγορο πολλαπλασιασμό των κυττάρων. Οι αυξημένες διατροφικές απαιτήσεις διεγείρουν την ανάπτυξη νέων αιμοφόρων αγγείων στο δέρμα (αγγειογένεση), προκαλώντας μια ερυθρότητα. Τα νέα κύτταρα που ωθούνται στην επιφάνεια δεν είναι πλήρως ώριμα και αντί να απορρίπτονται ένα προς ένα, όπως κάνουν τα ώριμα κύτταρα, εξακολουθούν να είναι κολλημένα μεταξύ τους, δημιουργώντας λέπτυνση και απολέπιση του δέρματος.
Στην ψωρίαση υπάρχει κληρονομική προδιάθεση. Πάνω από το 30% των προσβεβλημένων ατόμων μπορεί να αναγνωρίσει έναν συγγενή πρώτου βαθμού με την πάθηση. Η έρευνα έχει, επίσης, εντοπίσει μια σειρά από γονίδια ευαισθησίας, τα οποία, όταν μεταλλάσσονται, αυξάνουν τον κίνδυνο ψωρίασης. Γνωστοί παράγοντες πυροδότησης του προβλήματος περιλαμβάνουν ορισμένα φάρμακα, όπως το λίθιο, τα αντιελονοσιακά και τα αντιυπερτασικά, ωστόσο ο μηχανισμός με τον οποίο προκαλούν την ψωρίαση δεν είναι ακόμη κατανοητός.
Το τραύμα του δέρματος και η χειρουργική επέμβαση μπορούν, επίσης, να προκαλέσουν εμφάνιση της πάθησης. Όταν κάποιος με ψωρίαση αφαιρεί τη σκωληκοειδή απόφυσή του, για παράδειγμα, και εμφανίζεται ένα νέο ψωριασικό δέρμα στην ουλή του σκωληκοειδούς, αυτό είναι γνωστό ως φαινόμενο «Koebner».
Παράλληλα, το άγχος συγκαταλέγεται στους παράγοντας που επιδεινώνουν την ψωρίαση. Διάφορες ορμονικές μεταβολές που συμβαίνουν, για παράδειγμα, στις γυναίκες κατά την εμμηνόπαυση ή μετά τον τοκετό μπορούν να επηρεάσουν τη νόσο. Συνεπώς, η συναισθηματική φόρτιση δρα επιβαρυντικά, καθώς επίσης και βλαπτικές συνήθειες, όπως το αλκοόλ και το κάπνισμα. Διάφοροι εποχιακοί παράγοντες παίζουν, επίσης, σημαντικό ρόλο. Οι χειμερινοί μήνες, το υγρό και ψυχρό κλίμα ενδέχεται να επιδεινώσουν την κατάσταση.
Το πιο συχνό σύμπτωμα της ψωρίασης είναι ο κνησμός. Η φαγούρα μπορεί να διαφέρει από άτομο σε άτομο, με μερικούς ανθρώπους να οδηγούνται σε διάσπαση προσοχής κι άλλους να ζουν σε αρμονία με την κατάστασή τους.
Πολλά «πρόσωπα»
Τα τελευταία χρόνια έχει αναγνωριστεί η συστηματική φύση του νοσήματος. Δεν θεωρείται, απλά, ένα δερματικό νόσημα, αλλά μια πάθηση με υψηλή συννοσηρότητα λόγω της φλεγμονής.
Η ψωριασική νόσος χαρακτηρίζεται από μια μεγάλη ποικιλία κλινικών εκδηλώσεων και εκτός από το δέρμα, το τριχωτό και τα νύχια, μπορεί να προσβάλλει τις αρθρώσεις, το έντερο και τους οφθαλμούς. Η ψωριασική αρθρίτιδα εμφανίζεται σε ποσοστό έως και 30% των περιπτώσεων. Υπάρχει αυξημένος κίνδυνος ανάπτυξης αρτηριακής υπέρτασης, σακχαρώδους διαβήτη, παχυσαρκίας, υπερλιπιδαιμίας και μεταβολικού συνδρόμου, που συνδέονται και με υψηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακών επεισοδίων. Μπορεί να συνυπάρχει με τις φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου (νόσο Crohn, ελκώδη κολίτιδα). Υπάρχει, επίσης, συσχετισμός με άλλα νοσήματα που αφορούν τη νευρολογική και ψυχιατρική σφαίρα, όπως η αγχώδης διαταραχή, η ενεργός κατάθλιψη, ο αυτοκτονικός ιδεασμός και ο αλκοολισμός.
Η θεραπεία εξατομικεύεται ανάλογα με τις ανάγκες του ασθενούς. Όταν η ψωρίαση είναι ήπια και εντοπισμένη σε κάποια σημεία, η τοπική θεραπεία αποτελεί τη συνηθέστερη επιλογή. Η χρήση της φωτοθεραπείας με υπεριώδη ακτινοβολία (UV), την οποία εκπέμπουν ειδικές λάμπες, έχει καθιερωθεί ως μια αποτελεσματική επιλογή θεραπείας για κάποιες μορφές πιο εκτεταμένης ψωρίασης. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 έχει χρησιμοποιηθεί και το excimer laser, που εκπέμπει μονοχρωματικό φως, για τη θεραπεία εντοπισμένων, ανθεκτικών βλαβών.
Οι συστηματικές θεραπείες έχουν ένδειξη για τη μέτρια έως και σοβαρή κατά πλάκας ψωρίαση και λαμβάνονται είτε από το στόμα, είτε υποδορίως, είτε ενδοφλεβίως. Η χορήγησή τους απαιτεί εργαστηριακό έλεγχο, στα πλαίσια της πρόληψης. Προτού κάποιος υποβληθεί σε συστηματική αγωγή πρέπει να κάνει εργαστηριακές εξετάσεις που θα προτείνει ο δερματολόγος και να τις επαναλαμβάνει ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Υπάρχουν οι κλασικές θεραπείες και οι νεότερες που αφορούν τους γνωστούς βιολογικούς παράγοντες. Οι βιολογικοί παράγοντες είναι προϊόντα βιοτεχνολογίας, γενετικής μηχανικής, όπως οι αναστολείς του παράγοντα νέκρωσης όγκων (TNF) και οι αναστολείς ιντερλευκινών (IL). Αυτά τα φάρμακα παρεμβαίνουν σε συγκεκριμένες διαδικασίες της παθογένειας του νοσήματος, οι οποίες προκαλούν την αύξηση του ρυθμού πολλαπλασιασμού των κερατινοκυττάρων του δέρματος, τη φλεγμονή και τη διαταραχή της ανοσίας.