 
                                    Για την πρόληψη από τη μηνιγγίτιδα Β προτείνεται η έγκαιρη έναρξη και ολοκλήρωση του εμβολιασμού των παιδιών.
 Γράφει η Βασιλική Χρ. Λαπέα MD, Παιδίατρος, Στρατιωτικός Ιατρός, Επιμελήτρια Παιδιατρικού Τμήματος Ναυτικού Νοσοκομείου Αθηνών.
Γράφει η Βασιλική Χρ. Λαπέα MD, Παιδίατρος, Στρατιωτικός Ιατρός, Επιμελήτρια Παιδιατρικού Τμήματος Ναυτικού Νοσοκομείου Αθηνών.
H μηνιγγιτιδοκοκκική νόσος είναι μια οξεία, σοβαρή και δυνητικά θανατηφόρα ασθένεια ακόμα και στις αναπτυγμένες χώρες και οφείλεται στο βακτήριο Neisseria meningitidis (μηνιγγιτιδόκοκκος).
Συνήθως εμφανίζεται ως μηνιγγίτιδα, φλεγμονή δηλαδή των μηνίγγων του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού ή /και σηψαιμία μετά την κυκλοφορία του μικροβίου στο αίμα που αποτελεί μία ιδιαίτερα σοβαρή κατάσταση επικίνδυνη για τη ζωή.
Η μετάδοση και η διασπορά του μηνιγγιτιδόκοκκου γίνεται από άτομο σε άτομο έπειτα από στενή επαφή με σταγονίδια ή σάλιο και ευνοείται σε συνθήκες συγχρωτισμού, ενώ το βακτήριο δεν επιβιώνει στο περιβάλλον εκτός του οργανισμού. Ο βήχας, το φτέρνισμα, ένα φιλί ή ακόμα και η συνήθεια να μοιραζόμαστε φαγητό ή ποτό είναι ικανά να μας εκθέσουν σε κίνδυνο. O χρόνος πιθανής εκδήλωσης της νόσου έπειτα από την επαφή με κάποιον ασθενή (χρόνος επώασης) κυμαίνεται από 2 έως 10 ημέρες.
Ο μηνιγγιτιδόκοκκος παραμένει πολύ συχνά στις εκκρίσεις του αναπνευστικού, χωρίς να προκαλεί ασθένεια, με αποτέλεσμα παιδιά και ενήλικες να γίνονται φορείς χωρίς να το γνωρίζουν και να είναι πηγή εξάπλωσης του βακτηρίου. Η φορεία του μικροβίου διαφοροποιείται ανάλογα με την ηλικία, ενώ οι έφηβοι είναι αυτοί που συχνότερα γίνονται φορείς ως αποτέλεσμα της κοινωνικής συμπεριφοράς τους και των στενών επαφών τους. Ο παιδίατρος ως αρωγός της πρόληψης καλείται να έχει συμβουλευτικό ρόλο σε παιδιά, εφήβους και τις οικογένειες τους, με σκοπό την εκπαίδευσή τους σε βασικούς κανόνες υγιεινής και την προαγωγή της υγείας.
Ο μηνιγγιτιδόκκος περιλαμβάνει 13 οροομάδες που διακρίνονται από τη διαφορά της δομής της πολυσακχαριδικής κάψας του βακτηρίου από τις οποίες οι οροομάδες Α, B, C, W-135 και Y ευθύνονται για το μεγαλύτερο ποσοστό κρουσμάτων μηνιγγίτιδας.
Η μηνιγγίτιδα είναι σπάνια νόσος με μέση ετήσια επίπτωση στη χώρα μας ~0,61 κρούσματα ανά 100.000 πληθυσμού που σημαίνει ότι νοσούν περίπου 50-60 άτομα το χρόνο, όπως προκύπτει από την επιδημιολογική επιτήρηση των προηγούμενων ετών.
Συχνότερο αίτιο, όπως και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, αποτελεί η οροομάδα Β σε ποσοστό έως και 78% με 35-40 περιπτώσεις νόσου ανά έτος στον γενικό πληθυσμό της Ελλάδας, ενώ οι ηλικιακές ομάδες που προσβάλλονται περισσότερο είναι βρέφη και παιδιά ηλικίας μικρότερης των 4 ετών, έφηβοι και νεαροί ενήλικες 15-24 ετών.
Τα αρχικά συμπτώματα της μηνιγγίτιδας Β συχνά είναι μη ειδικά, όπως μίας κοινής ίωσης (πυρετός, κεφαλαλγία, μυαλγίες, ναυτία, έμετος) με αποτέλεσμα η πρώιμη διάγνωση να παραμένει δύσκολη. Κατά την πορεία της νόσου προστίθενται και άλλα κλινικά σημεία, όπως ωχρό δέρμα και ψυχρά άκρα και ακολουθούν πιο τυπικά συμπτώματα, όπως αυχενική δυσκαμψία, φωτοφοβία, υπνηλία, σύγχυση και αιμορραγικό εξάνθημα.
Η μηνιγγιτιδοκοκκική νόσος μπορεί να εξελιχθεί ραγδαία σε λίγες ώρες και αποτελεί το συχνότερο λοιμώδες αίτιο που οδηγεί σε θάνατο σε υγιή προηγουμένως άτομα. Η θνητότητα της μηνιγγίτιδας Β παραμένει υψηλή και 1 στους 10 οδηγούνται στο θάνατο παρά την κατάλληλη θεραπεία, ενώ 1 στους 5 από τους ασθενείς που επιβιώνουν εμφανίζουν σοβαρές μακροχρόνιες επιπλοκές κυρίως νευρολογικές, όπως εγκεφαλική βλάβη, κώφωση, επιληψία ή μαθησιακές δυσκολίες. Το σημαντικότερο όπλο στη φαρέτρα μας για την πρόληψη της μηνιγγίτιδας είναι ο εμβολιασμός. Από την επιδημιολογική παρακολούθηση προέκυψε ότι σημαντικό ρόλο στον περιορισμό των κρουσμάτων από οροομάδες Α, C, W-135 και Y κατέχει η ο μαζικός εμβολιασμός με την ένταξη στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών Παιδιών και Εφήβων.
Για την πρόληψη της μηνιγγίτιδας Β υπάρχουν πλέον διαθέσιμα εμβόλια που μετά τη χορήγησή τους προκαλούν την παραγωγή αντισωμάτων από τον οργανισμό έναντι των αντιγόνων/πρωτεϊνών του μηνιγγιτιδόκοκκου Β και τον προστατεύουν από μια πιθανή έκθεση στο μέλλον.
Στη χώρα μας διατίθενται δύο εμβόλια ασφαλή με συγκρίσιμη αποτελεσματικότητα και παραγωγή προστατευτικών αντισωμάτων. Τα εμβόλια για την προστασία από το μηνιγγιτιδόκοκκο Β έχουν ενταχθεί στο πρόγραμμα εμβολιασμού και παρέχονται δωρεάν μόνο σε άτομα που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου, όπως άτομα με ανοσολογικό έλλειμμα (πάσχοντες από ανατομική ή λειτουργική ασπληνία, διαταραχών συμπληρώματος) καθώς και στα πλαίσια ελέγχου επιδημιολογικής έξαρσης, ενώ δεν έχουν ενταχθεί ακόμα στον υποχρεωτικό εμβολιασμό όλων των παιδιών.
Το πρώτο εμβόλιο 4CMenB που κυκλοφορεί από το 2014 περιέχει 4 πρωτεΐνες που συμμετέχουν στην προσκόλληση ή διείσδυση του βακτηρίου και έχει λάβει άδεια χορήγησης από ηλικία 2 μηνών και χορηγείται σε 2 έως 4 δόσεις ανάλογα με την ηλικία έναρξης του εμβολιασμού.
Το δεύτερο εμβόλιο MenB-FHbp που έχει άδεια κυκλοφορίας από το 2018 περιέχει δύο τύπους μιας πρωτεΐνης που εντοπίζεται στο εξωτερικό περίβλημα του βακτηρίου και χορηγείται σε άτομα >10 ετών σε 2 ή 3 δόσεις. Τα εμβόλια κατά του μηνιγγιτιδόκοκκου Β είναι ασφαλή και οι πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες είναι συνήθως ήπιες και αφορούν κυρίως τοπικές αντιδράσεις στο σημείο της ένεσης, όπως πόνος, ερυθρότητα ή τοπικό οίδημα. Ο εμβολιασμός κατά του μηνιγγιτιδόκοκκου Β έχει ήδη ενταχθεί στο εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμών κάποιων ευρωπαϊκών χωρών και τα στοιχεία που προκύπτουν από τις αντίστοιχες μελέτες επιβεβαιώνουν την αποτελεσματικότητα του εμβολίου. Ειδικότερα, στη Μεγάλη Βρετανία από το Σεπτέμβριο του 2015 που εφαρμόστηκε καθολικός εμβολιασμός των βρεφών αναφέρθηκε μείωση των κρουσμάτων μηνιγγίτιδας Β έως και 50% σε σχέση με προηγούμενα έτη.
Η φράση «τα εμβόλια σώζουν ζωές» είναι πιο επίκαιρη από ποτέ όταν αναφερόμαστε στην μηνιγγιτιδοκοκκική νόσο με την εφαρμογή των εμβολίων να έχει αλλάξει τον επιδημιολογικό χάρτη της νόσου. Για την πρόληψη από τη μηνιγγίτιδα Β προτείνεται η έγκαιρη έναρξη και ολοκλήρωση του εμβολιασμού των παιδιών και εφήβων έπειτα από τη σωστή ενημέρωση και καθοδήγηση από τον παιδίατρο.
Πηγή: Εφημερίδα “Περί Υγείας”
 
																					
																					
																					 
																						
																																												 
																						
																																												 
																						
																																												 
																						
																																												 
																						
																																												 
																						
																																												 
																						
																																												 
																						
																																												 
																						
																																												