Έρευνα: Βρετανική μετάλλαξη αυξάνει τη μεταδοτικότητα – όχι τη θνησιμότητα
Δύο νέες βρετανικές επιστημονικές μελέτες, εκ των οποίων η μία έγινε με επικεφαλής Ελληνίδα κλινική ιολόγο της διασποράς, επιβεβαίωσαν τα προηγούμενα ευρήματα, σύμφωνα με τα οποία η «βρετανική» παραλλαγή Β.1.1.7 του κορωνοϊού είναι τουλάχιστον 35% πιο μεταδοτική, χωρίς ωστόσο καμία μελέτη να βρήκε ότι η εν λόγω παραλλαγή επιφέρει πιο σοβαρή και θνησιγενή νόσο Covid-19.
Η άκρως μεταδοτική αυτή παραλλαγή, μολονότι εντοπίστηκε αρχικά στο Kent της Αγγλίας πέρσι το φθινόπωρο και έκτοτε έχει επικρατήσει σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική, εμφανίζοντας ταχεία εξάπλωση και στην Ελλάδα, δε δείχνει τελικά να προκαλεί βαρύτερα συμπτώματα ή/και εκτεταμένες επιπλοκές. Οι προϋπάρχουσες βέβαια ενδείξεις κατέληξαν ότι η Β.1.1.7, ενδέχεται να οδηγήσει σε κατά πολύ δυσχερή έκβαση της μόλυνσης με Covid-19, κάτι όμως που δεν επιβεβαιώνουν οι δύο νέες έρευνες, οι οποίες διενεργήθηκαν με διαφορετικές μεθόδους, σύμφωνα με τους Financial Times και το πρακτορείο Reuters.
Η μία μελέτη συνέκρινε την ένταση της λοίμωξης σε 496 ασθενείς που εισήχθησαν (κατά το δίμηνο Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου) σε δύο νοσοκομεία του Λονδίνου, οι οποίοι είχαν νοσήσει είτε με τη βρετανική παραλλαγή ή με άλλες. Δεν βρέθηκε κάποια διαφορά στον κίνδυνο σοβαρής νόσησης ή θανάτου ανάμεσα στις διάφορες παραλλαγές. Επικεφαλής ως επιστημονική υπεύθυνη της μελέτης που δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό “The Lancet Infectious Diseases”, ήταν η ελληνικής καταγωγής κλινική ιολόγος δρ. Ελένη Ναστούλη του Πανεπιστημιακού Κολλεγίου του Λονδίνου (UCL), απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ συμμετείχαν δύο ακόμη Έλληνες της διασποράς, οι Μάριος Μαργαρίτης και Σταυρούλα Παρασκευοπούλου επίσης του UCL.
Η δεύτερη έρευνα, η οποία δημοσιοποιήθηκε στο περιοδικό για θέματα δημόσιας υγείας “The Lancet Public Health”, μελέτησε στοιχεία που συνέλεξαν από τη βρετανική κινητή εφαρμογή Zoe Covid Symptom Study, όπου οι χρήστες καταγράφουν τα συμπτώματα τους στο κινητό τηλέφωνο τους, τα οποία έπειτα συσχετίστηκαν με δεδομένα επιδημιολογικής επιτήρησης, με βάση την γονιδιωματική ανάλυση των διαγνωστικών τεστ κορωνοϊού. Έτσι, καταγράφονται οι διαφορετικές παραλλαγές του ιού στον πληθυσμό. Προέκυψε ότι δε διαπιστώθηκε διαχρονικά κάποια επιδείνωση των συμπτωμάτων μετά τη διάδοση της παραλλαγής Β.1.1.7.
Ο δρ. Νίκολας Ντέηιβις της Σχολής Υγιεινής και Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου, επικεφαλής μιας από τις παρελθούσες έρευνες, επέμεινε ότι οι νέες μελέτες δεν αναιρούν τα δικά του συμπεράσματα, δηλαδή ότι η νόσος που οφείλεται στη «βρετανική» παραλλαγή είναι πιθανότερο να συνδέεται με πιο έντονα συμπτώματα και νοσηλεία. Με όσα ο ίδιος εξέτασε, διευκρίνισε: «Συνολικά τα νέα στοιχεία δείχνουν ότι η Β.1.1.7 είναι πιθανότερο να σε οδηγήσει στο νοσοκομείο από ό,τι οι προηγούμενες παραλλαγές του κορωνοϊού SARS-CoV-2. Όμως από τη στιγμή που κάποιος νοσηλεύεται, δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά στην έκβαση ή τουλάχιστον καμία διαφορά που να είναι στατιστικά σημαντική μέχρι στιγμής, με δεδομένο τον περιορισμό του μικρού μεγέθους των δειγμάτων».