
Καρκίνος προστάτη και στυτική δυσλειτουργία: Τι πρέπει να γνωρίζουν οι άνδρες
Υψηλό ποσοστό ανδρών με καρκίνο του προστάτη αντιμετωπίζει προβλήματα σεξουαλικής λειτουργίας. Από τη διάγνωση, η επιθυμία μειώνεται και η συχνότητα των επαφών μειώνεται επίσης.
Οι θεραπείες που ακολουθούν συχνά επηρεάζουν προσωρινά τη δυνατότητα επίτευξης ικανοποιητικής στύσης. Η διατήρηση της στύσης αποτελεί σημαντικό ζητούμενο για τους ασθενείς και εξαρτάται τόσο από τον τύπο της θεραπείας όσο και από ψυχολογικούς παράγοντες. Ορισμένοι άνδρες χρειάζονται εβδομάδες για να επανέλθουν, ενώ άλλοι χρειάζονται περισσότερο χρόνο. Ένα μικρότερο ποσοστό δεν θα μπορέσει ποτέ να διατηρήσει ικανή στύση χωρίς ειδική θεραπεία για τη στυτική δυσλειτουργία.
«Η στυτική δυσλειτουργία είναι μια από τις επιπτώσεις του καρκίνου του προστάτη η οποία προκαλείται κυρίως από τον τρόπο θεραπείας του καρκίνου – δηλαδή η ριζική προστατεκτομή, η ακτινοθεραπεία και η ορμονοθεραπεία αποτελούν παράγοντες πρόκλησης της. Επιπλέον, η εμφάνιση καρκίνου του προστάτη έχει αρνητική επίδραση στην ψυχική κατάσταση τόσο του άνδρα όσο και της συντρόφου. Δημιουργείται μια ασταθής ψυχική κατάσταση που έχει επιπτώσεις στη σεξουαλική ζωή του ζευγαριού, η οποία επιτείνει το πρόβλημα», επισημαίνει ο χειρουργός ανδρολόγος ουρολόγος Δρ Αναστάσιος Λιβάνιος.
Στους πρώτους μήνες μετά τη θεραπεία, σχεδόν όλοι οι άνδρες εμφανίζουν κάποιο βαθμό στυτικής δυσλειτουργίας, ενώ ένα σημαντικό μέρος βλέπει βελτίωση μέσα στο 12μηνο που ακολουθεί.
Θεραπείες καρκίνου και στυτική λειτουργία
Η ριζική προστατεκτομή μπορεί να επηρεάσει τα νεύρα, τους μύες ή τα αιμοφόρα αγγεία που διευκολύνουν τη στύση. Αμέσως μετά την επέμβαση, η στύση είναι αδύνατη για διάστημα που διαφέρει ανά ασθενή. Με διατήρηση των νεύρων, η στύση επανέρχεται στο 40–50% μέσα σε ένα χρόνο και στο 30–60% στη διετία. Ωστόσο, η στύση είναι χωρίς εκσπερμάτιση, αν και η αίσθηση παραμένει.
Στην ακτινοθεραπεία, κάποιοι άνδρες εμφανίζουν στυτική δυσλειτουργία τουλάχιστον 6 μήνες μετά, και η βελτίωση είναι περιορισμένη. Στη βραχυθεραπεία, το 25–50% των ασθενών αναπτύσσουν δυσλειτουργία, ενώ στην εξωτερική ακτινοβολία περίπου το 50%. Λίγοι βλέπουν σημαντική βελτίωση μετά 2–3 χρόνια.
Η ορμονοθεραπεία μειώνει την τεστοστερόνη και προκαλεί προβλήματα στύσης ή οργασμού, ενώ κάποιοι επανέρχονται φυσιολογικά μήνες μετά τη λήξη της θεραπείας.
«Οι άνδρες που υποβάλλονται σε επεμβάσεις που δεν έχουν σχεδιαστεί για διατήρηση των νεύρων και ελαχιστοποίηση των παρενεργειών ή/και εκείνοι των οποίων οι θεραπείες χορηγούνται από γιατρούς που δεν είναι έμπειροι, δυσκολεύονται περισσότερο να πετύχουν στύσεις. Ακόμα εντονότερο είναι το πρόβλημα στους άνδρες με συννοσηρότητες που επηρεάζουν την ικανότητά τους να διατηρούν στύση (διαβήτης, αγγειακά προβλήματα κ.λπ.) Μερικοί δεν θα μπορέσουν να έχουν ξανά στύση χωρίς τη βοήθεια φαρμάκων ή άλλων τεχνητών μεθόδων».
Θεραπείες στυτικής δυσλειτουργίας
Στις επιλογές περιλαμβάνονται χάπια, ενδοπεϊκές ενέσεις, ουρηθρικό ραβδί, δακτύλιοι και αντλίες πέους, πεϊκές προθέσεις και θεραπεία με κρουστικά κύματα. Κάθε μέθοδος στοχεύει είτε στη βελτίωση της ροής αίματος είτε στην αποκατάσταση της νευρικής και ιστικής λειτουργίας του πέους. Οι συνεδρίες με κρουστικά κύματα διαρκούν 15–20 λεπτά και εφαρμόζονται 1–2 φορές την εβδομάδα για 6–12 συνεδρίες, ανάλογα με τη σοβαρότητα.
«Ο βαθμός βελτίωσης της στυτικής δυσλειτουργίας εξαρτάται από τη σοβαρότητα της στυτικής δυσλειτουργίας, τον χρόνο έναρξης της θεραπείας (όσο συντομότερα, τόσο καλύτερα τα αποτελέσματα) και την παράλληλη υποβολή του ασθενή σε άλλες θεραπείες (π.χ. αναστολείς PDE5).
Όποια θεραπεία κι αν επιλεγεί, καλό είναι να συνοδεύεται από συμβουλευτική ή σεξουαλική θεραπεία, δεδομένου ότι ψυχολογικοί παράγοντες πάντα επιδεινώνουν το πρόβλημα», καταλήγει ο Δρ Λιβάνιος.