Οι μισοί διαβητικοί ασθενείς δεν γνωρίζουν ότι πάσχουν. Ποιοι κινδυνεύουν
Ο αριθμός των διαβητικών στην Ελλάδα αγγίζει, πλέον, τους 800.000, έχοντας σημειώσει αύξηση κατά τέσσερις φορές τα τελευταία 30 χρόνια. Δικαιολογημένα, λοιπόν, μπορούμε να μιλάμε για μια νόσο με διαστάσεις επιδημίας. Οι διαβητολόγοι αποδίδουν τις «ευθύνες» στο σύγχρονο τρόπο ζωής και προειδοποιούν ότι αν δεν αλλάξει, η αύξηση θα συνεχιστεί και θα κυμανθεί από 30% έως και 100% την προσεχή εικοσαετία! Το δυσάρεστο είναι ότι ο διαβήτης τύπου 2-η πιο «ύπουλη» μορφή διαβήτη- προσβάλλει πλέον και τις μικρότερες ηλικίες, νέους και παιδιά, κυρίως λόγω της αυξημένης παχυσαρκίας, της κακής διατροφής και της έλλειψης σωματικής άσκησης.
Μια παγκόσμια επιδημία με «δυτικά» χαρακτηριστικά
Σύμφωνα με στοιχεία της Διεθνούς Ομοσπονδίας για τον Σακχαρώδη Διαβήτη ο αριθμός των διαβητικών στην υφήλιο είναι σήμερα 240 εκατομμύρια. Τα επόμενα 20 χρόνια, εάν δεν υπάρξουν σημαντικές παρεμβάσεις, ο αριθμός αυτός θα ανέλθει στα 380 εκατομμύρια. Η αύξηση αποδίδεται από τους ειδικούς στο ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξάνεται, ζει περισσότερα χρόνια, γίνεται πιο παχύσαρκος και κάνει όλο και περισσότερο καθιστική ζωή.
Ποιος πρέπει να κάνει έλεγχο
Η πιο «ύπουλη» μορφή της πάθησης, είναι ο διαβήτης τύπου 2, καθώς εκδηλώνεται συχνά χωρίς εμφανή συμπτώματα. Δεν είναι τυχαίο ότι το 30% έως 50% των διαβητικών τύπου 2 δε γνωρίζουν ότι έχουν διαβήτη. Ο αδιάγνωστος διαβήτης δεν είναι καλοήθης κατάσταση, αφού περίπου το 50% των διαβητικών τύπου 2 παρουσιάζουν ήδη σοβαρές επιπλοκές όταν τεθεί η διάγνωση.
Ο διαβήτης τύπου 1 είναι διαφορετική περίπτωση. Η συχνότητά του είναι μικρή, ενώ η εμφάνισή του συνοδεύεται από «θορυβώδη» συμπτωματολογία και γι΄ αυτό διαγιγνώσκεται έγκαιρα μετά την έναρξή του. Παράγοντες κινδύνου για την εμφάνισή του είναι τόσο γενετικοί όσο και περιβαλλοντικοί (ιοί, διατροφικά συστατικά κ.ά) και τουλάχιστον μέχρι σήμερα δεν υπάρχει η δυνατότητα πρόληψης.
Προληπτικό έλεγχο για έγκαιρη διάγνωση διαβήτη πρέπει να κάνουν όλα τα άτομα ηλικίας άνω των 45 ετών και ιδίως οι υπέρβαροι, με δείκτη μάζας σώματος πάνω από 25. Η επανεξέταση, μάλιστα, πρέπει να γίνεται ανά τριετία. Αναγκαίος είναι ο έλεγχος σε νεώτερα άτομα και σε υπέρβαρους, οι οποίοι κάνουν καθιστική ζωή, έχουν συγγενή πρώτου βαθμού με διαβήτη, γυναίκες με ιστορικό διαβήτη κύησης ή που έχουν γεννήσει παιδί με βάρος άνω των 4,5 κιλών, άτομα με αρτηριακή υπέρταση ή με διαταραχές των λιπιδίων και άτομα με προδιαβήτη.
Τα ύποπτα συμπτώματα
Σύμφωνα με την Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία, τα συμπτώματα του μη ρυθμισμένου διαβήτη είναι πολυδιψία, πολυουρία, απότομη απώλεια βάρους, υπερβολική κόπωση και διαταραχές στην όραση. Τα άτομα με διαβήτη τύπου 2 ενδέχεται να έχουν τα ίδια συμπτώματα, αλλά λιγότερο εμφανή. Πολλά άτομα δεν έχουν συμπτώματα, με αποτέλεσμα να ανακαλύπτουν το διαβήτη ύστερα από χρόνια. Σχεδόν το 50% των διαβητικών τύπου 2 δε γνωρίζουν ότι έχουν διαβήτη.
Όσον αφορά στην έγκαιρη διάγνωση και στον καθορισμό μιας αποτελεσματικής θεραπείας, είναι απόρροια των τακτικών μετρήσεων των επιπέδων της γλυκόζης του αίματος. Με τον τρόπο αυτό, οι επιπλοκές μπορούν να προληφθούν και να διατηρηθεί η καλή ποιότητα ζωής των ατόμων με διαβήτη.
Στις κατευθυντήριες οδηγίες της Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας επισημαίνεται ότι είναι σημαντικό να ελέγχετε τακτικά το επίπεδο σακχάρου στο αίμα σας έτσι ώστε να αντιμετωπίζετε το διαβήτη. Η συχνότητα αυτής της εξέτασης εξαρτάται από τον τύπο του διαβήτη που έχετε και από τη σταθερότητα στα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα σας. Σήμερα, οι εξετάσεις αίματος είναι ο πιο ακριβής τρόπος ελέγχου του επιπέδου σακχάρου στο αίμα. Η διαδικασία είναι απλή. Βάζετε μια σταγόνα αίμα από το δάχτυλό σας πάνω σε μια λωρίδα χημικά επεξεργασμένη. Αυτή η λωρίδα αντιδρά στην ποσότητα της γλυκόζης και αλλάζει χρώμα. Μπορείτε να διαβάσετε την ένδειξη της γλυκόζης στο αίμα κρατώντας τη λωρίδα σε έναν χρωματικό οδηγό ή χρησιμοποιώντας την ειδική ηλεκτρική συσκευή μέτρησης…».
Οι θεραπευτικές επιλογές
Σήμερα στη θεραπευτική φαρέτρα υπάρχει μια ποικιλία αντιδιαβητικών δισκίων και ινσουλινών, που βοηθούν στον αποτελεσματικό έλεγχο της υπεργλυκαιμίας, ενώ ταυτόχρονα ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο υπογλυκαιμίας των διαβητικών. Επίσης σύντομα αναμένονται καινούργιες θεραπευτικές προσεγγίσεις που θα βοηθήσουν το διαβητικό άτομο να διαχειρίζεται το διαβήτη του έτσι ώστε να μην είναι η πάθησή του εκείνη που του επιβάλλεται και καθορίζει τη ζωή του.