
Σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών: μια διαρκής πανδημία
Γράφει ο Γιώργος Νικολαΐδης
Ψυχίατρος, Διευθυντής Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού
Η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών τις τελευταίες δεκαετίες αναγνωρίζεται από τις σύγχρονες κοινωνίες ως μείζον πρόβλημα που άπτεται ταυτοχρόνως των πεδίων της δημόσιας υγείας, της κοινωνικής ευημερίας και της επικράτησης του κράτους δικαίου. Ως τέτοιο, η αντιμετώπισή του αποτελεί πρώτιστο μέλημα των σύγχρονων κοινωνιών και αναφορικά προς τη δίωξη των δραστών και τη στήριξη των παιδιών θυμάτων και των οικογενειών τους αλλά πρώτον και κύριον προληπτικά, με στόχο την αποτροπή του ή τον κατά το δυνατόν πρωιμότερο εντοπισμό του.
Η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών δεν είναι τόσο σπάνια όσο τείναμε να πιστεύουμε παλαιότερα. Σύμφωνα με έρευνες του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού σε τυχαία επιλεγμένο μεγάλο σε μέγεθος, πανελλήνιο και αντιπροσωπευτικό δείγμα παιδιών που κλήθηκαν να δηλώσουν τις αντίξοες εμπειρίες τους στην παιδική ηλικία μέσω ανώνυμων ερωτηματολογίων, 1 στα 6 παιδιά έχει μια τέτοια εμπειρία μέχρι να ενηλικιωθεί. Ένα ποσοστό 7,6% των παιδιών ανέφεραν πως μέχρι την ενηλικίωσή τους είχαν μια τέτοια εμπειρία σεξουαλικής θυματοποίησης που εμπεριέχει και σωματική επαφή, ενώ σε ένα ποσοστό 3,1% η εμπειρία αυτή αφορούσε βιασμό ή απόπειρα βιασμού.
Το πρόβλημα στην αντιμετώπιση της σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών γίνεται ακόμα δυσκολότερο, με δεδομένο ότι ένα μικρό μόνο ποσοστό των περιστατικών που συμβαίνουν γίνονται γνωστά στις Αρχές. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού την ίδια χρονική περίοδο, στις ίδιες γεωγραφικές περιοχές και για τις ίδιες ηλικιακές κατηγορίες παιδιών, όλες οι συναρμόδιες υπηρεσίες, συμπεριλαμβανόμενων των εισαγγελικών και αστυνομικών αρχών, των κοινωνικών υπηρεσιών και των υπηρεσιών υγείας, των μη κυβερνητικών οργανώσεων κ.ο.κ., είχαν λάβει γνώση για περιστατικά που αντιστοιχούσαν μόλις στο 0,07% των παιδιών. Πράγμα που σημαίνει ότι μόλις 1 ή 2 στα 100 περιστατικά θα αναφερθούν στις Αρχές ή σε κάποια υπηρεσία, ενώ το δεδομένο αυτό με μια άλλη ανάγνωση σημαίνει ότι για κάθε γνωστό περιστατικό υπάρχουν πάμπολλα άλλα τα οποία δεν θα μάθει ποτέ κανείς πέρα από τους δράστες και τα θύματα.
Η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών είναι ένας γενικός όρος που περιγράφει μια ετερογενή ομάδα φαινομένων. Ανάμεσα σε αυτά μπορεί κανείς να διακρίνει τουλάχιστον 4-5 διακριτές υποομάδες με πολύ διαφορετικά μεταξύ τους χαρακτηριστικά. Συγκεκριμένα, η μεγαλύτερη υποομάδα κρουσμάτων αφορά παιδιά σχετικά μικρής ηλικίας, με παρόμοια συχνότητα ανάμεσα σε αγόρια και κορίτσια, που συμβαίνουν συνήθως μέσα ή γύρω από την οικογένεια, στον «κύκλο εμπιστοσύνης» του παιδιού με δράστες γονείς, φροντιστές, εκπαιδευτικούς, ιερείς, γυμναστές ή άλλα άτομα με τα οποία το παιδί θύμα συνδέεται με σχέσεις οικειότητας και για τα οποία τρέφει συναισθήματα θαυμασμού, αγάπης, εκτίμησης. Μια άλλη υποομάδα αφορά παιδιά θύματα στην εφηβεία, συνήθως κορίτσια, με δράστες είτε γνωστούς είτε άγνωστους άνδρες. Έχει χαρακτηριστικά παρόμοια με εκείνα της σεξουαλικής βίας μεταξύ ενηλίκων, δηλαδή εκείνα της έμφυλης βίας που συμπυκνώνουν τα πατριαρχικά στερεότυπα των φύλων. Μια ακόμα υποομάδα αφορά παιδιά από οικογένειες που ζουν στην ακραία φτώχια και στον κοινωνικό αποκλεισμό και έχουν πολλαπλούς παράγοντες οικογενειακής δυσλειτουργίας (παραβατικότητα, ψυχοπαθολογία, έξεις, κοινωνικοοικονομικά προβλήματα κ.ο.κ.), παιδιά τα οποία κατά τη διαδρομή της παιδικής τους ηλικίας θα υποστούν πολλαπλές και διαφορετικών τύπων εμπειρίες έκθεσης σε βία, κακοποίηση, παραμέληση ή εκμετάλλευση (τα λεγόμενα «πολυθυματοποιημένα παιδιά»). Τέλος, μια άλλη υποομάδα παιδιών που κατά ένα μέρος της τουλάχιστον επεκτείνεται σε όλα τα κοινωνικοοικονομικά και μορφωτικά στρώματα αφορά εκείνα τα οποία θυματοποιούνται σεξουαλικά μέσω της χρήσης τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας και κυρίως μέσω του διαδικτύου (μια υποομάδα παιδιών θυμάτων που φαίνεται να πολλαπλασιάστηκε αλματωδώς στα χρόνια της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων αντιμετώπισής της).
Όπως ήδη αναφέρθηκε, η πρόληψη είναι φυσικά απείρως προτιμότερη της αντιμετώπισης και στην περίπτωση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Με αυτή την έννοια, οι σύγχρονες αντιλήψεις για τις εφαρμοζόμενες πολιτικές καταπολέμησης του φαινομένου της σεξουαλικής βίας κατά των παιδιών αρθρώνονται πρωτίστως σε όλα τα επίπεδα της πρόληψής του.
Συγκεκριμένα, στο επίπεδο της πρωτογενούς πρόληψης συμπεριλαμβάνονται μέτρα όπως οι γενικές και στοχευμένες εκστρατείες ενημέρωσης του γενικού κοινού ή ειδικότερα των παιδιών αλλά περισσότερο από όλα η δικαιωματική και συμπεριληπτική σεξουαλική διαπαιδαγώγηση των παιδιών από τις πιο μικρές ηλικίες και σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης προκειμένου τα παιδιά να διδάσκονται τα δικαιώματά τους στο σώμα τους, ώστε να μην επιτρέπουν σε κανέναν να τα παραβιάζει, και τη δυνατότητά τους να αναζητήσουν βοήθεια από ενήλικες εμπιστοσύνης σε περίπτωση που αισθάνονται ότι απειλούνται. Επίσης, συμπεριλαμβάνονται έλεγχοι προληπτικού χαρακτήρα από τις υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας του παιδιού προκειμένου συμπτώματα ή σημεία που εγείρουν υπόνοιες να μη μένουν χωρίς επαρκή διερεύνηση. Τέλος, έχουν τεκμηριωμένη αποτελεσματικότητα μια σειρά από μέτρα όπως η θέσπιση πολιτικών προστασίας των παιδιών και η υποχρέωση όλων των επαγγελματιών ή εθελοντών να έχουν «καθαρό μητρώο» από τυχόν καταγγελίες αδικημάτων σεξουαλικής βίας κατά ανηλίκων για όλους τους φορείς οποιουδήποτε τομέα της κοινωνικής ζωής (εκπαιδευτικοί, ψυχαγωγικοί, αθλητικοί, θρησκευτικοί κ.ά.) σε καθημερινή επαφή με παιδιά.
Στο επίπεδο της δευτερογενούς πρόληψης συμπεριλαμβάνονται μέτρα αποσόβησης της δευτερογενούς επαναθυματοποίησης των παιδιών θυμάτων είτε στη δικανική διαδικασία της δίωξης των δραστών (θέσπιση της φιλικής προς το παιδί δικαιοσύνης, αποφυγή πολλαπλών καταθέσεων/εξετάσεων του παιδιού θύματος) είτε στην κοινωνική του στήριξη μετά την αποκάλυψη (αποϊδρυματοποίηση των συστημάτων παιδικής προστασίας) αλλά και η επάρκεια συνεκτικών και εξειδικευμένων θεραπευτικών υπηρεσιών για παιδιά θύματα και τις οικογένειές τους, προκειμένου να ενισχυθεί η ψυχική τους ανθεκτικότητα και να στηριχθούν στην πορεία τους προς την ενήλικη ζωή.
Τέλος, στο επίπεδο της τριτογενούς πρόληψης, ολοκληρωμένα θεραπευτικού χαρακτήρα προγράμματα θεραπείας των δραστών για την πρόληψη τυχόν υποτροπής τους όπως και η μεσομακροπρόθεσμη ψυχοκοινωνική στήριξη των παιδιών θυμάτων προκειμένου να «σπάσει ο φαύλος κύκλος της βίας» και να μην αναπαράγουν μεγαλώνοντας ανάλογες πρακτικές σε ανηλίκους μπορούν να συμβάλλουν στην έτι περαιτέρω μείωση της συχνότητας αυτής της πανδημίας η οποία από παλιά μαίνεται σε βάρος των παιδιών και της οποίας η αντιμετώπιση πρέπει επιτέλους να αποκτήσει την προτεραιότητα που της αντιστοιχεί και στην ελληνική κοινωνία.