Ο ΠΟΥ εγκρίνει φάρμακα GLP-1 για ενήλικες με παχυσαρκία
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) ανακοίνωσε τις πρώτες καθοδηγητικές οδηγίες για τη χρήση των φαρμάκων GLP-1 στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας σε ενήλικες, υπογραμμίζοντας τον συνδυασμό τους με υγιεινή διατροφή και σωματική άσκηση.
Η πρώτη οδηγία αφορά τη χρήση των GLP-1 για μακροχρόνια θεραπεία της παχυσαρκίας σε ενήλικες – εξαιρούνται οι έγκυες – ενώ η δεύτερη επισημαίνει τη σημασία της ισορροπημένης διατροφής και της άσκησης.
Το πρακτορείο Reuters αναφέρει ότι την επόμενη εβδομάδα θα παρουσιαστούν οι κατευθυντήριες οδηγίες για τη διαχείριση της παχυσαρκίας σε παιδιά και εφήβους.
Ο γενικός διευθυντής του ΠΟΥ Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους υπογράμμισε ότι η απόφαση «αναγνωρίζει ότι η παχυσαρκία είναι μια χρόνια ασθένεια που μπορεί να αντιμετωπιστεί με ολιστική και ισόβια φροντίδα», προειδοποιώντας παράλληλα ότι τα φάρμακα από μόνα τους δεν αρκούν για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας κρίσης.
Τα φάρμακα Ozempic, Wegony και Mounjaro, αρχικά για τη θεραπεία του διαβήτη, χρησιμοποιούνται πλέον και για την απώλεια βάρους. Ονομάζονται «αγωνιστές του υποδοχέα GLP-1», καθώς μιμούνται τη δράση της ορμόνης αυτής, ενισχύοντας την έκκριση ινσουλίνης και προκαλώντας αίσθημα κορεσμού.
Στελέχη του ΠΟΥ επισημαίνουν ότι η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η ισότιμη πρόσβαση στα φάρμακα. Ακόμη και με αυξημένη παραγωγή, οι θεραπείες GLP-1 εκτιμάται ότι θα καλύψουν λιγότερο από το 10% των πασχόντων έως το 2030. «Η μεγαλύτερη ανησυχία μας είναι η ισότιμη πρόσβαση. Χωρίς συντονισμένη δράση, τα φάρμακα αυτά θα διευρύνουν το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών, τόσο μεταξύ των χωρών όσο και εντός των χωρών», προειδοποίησε ο Τέντρος.
Τον Σεπτέμβριο ο ΠΟΥ είχε προσθέσει τη σεμαγλουτίδη και την τιρζεπατίδη – ουσίες των φαρμάκων Ozempic (Novo Nordisk) και Mounjaro (Eli Lilly) – στον κατάλογο βασικών φαρμάκων για τη διαχείριση του διαβήτη τύπου 2 στις ομάδες υψηλού κινδύνου.
Οι τρέχουσες οδηγίες αφορούν ενήλικες με Δείκτη Μάζας Σώματος άνω του 30 και προτείνουν τρεις δραστικούς παράγοντες: σεμαγλουτίδη, τιρζεπατίδη και λιραγλουτίδη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΠΟΥ, περισσότεροι από 3,7 εκατ. άνθρωποι πέθαναν το 2022 από ασθένειες που σχετίζονται με την παχυσαρκία. Χωρίς μέτρα, ο αριθμός των πασχόντων μπορεί να διπλασιαστεί μέχρι το 2030, με οικονομικό κόστος εκτιμώμενο στα 3 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.
Ο Τζέρεμι Φάραρ, γενικός υποδιευθυντής του ΠΟΥ αρμόδιος για την προώθηση της υγείας, επισήμανε ότι «εάν δεν αλλάξουμε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, την κατάσταση, η πίεση στα συστήματα υγείας θα καταστεί μη βιώσιμη».