Ο ρόλος του PSA στην πρόληψη του καρκίνου του προστάτη
Ο καρκίνος του προστάτη παραμένει ο πιο συχνός καρκίνος στους άνδρες και μια από τις βασικές αιτίες θανάτου από καρκίνο.
Με την αύξηση της μέσης ηλικίας του πληθυσμού, τα περιστατικά αναμένεται να διπλασιαστούν έως το 2040.
Η έγκαιρη διάγνωση αποκτά ολοένα μεγαλύτερη σημασία και προς το παρόν βασίζεται κυρίως στη μέτρηση του ειδικού προστατικού αντιγόνου (PSA). Παρά τη μακροχρόνια χρήση της εξέτασης, η επιστημονική κοινότητα συνεχίζει να αναζητά την ισορροπία ανάμεσα στα οφέλη της πρόληψης και στον κίνδυνο περιττών ιατρικών παρεμβάσεων.
Μία πρόσφατη ευρωπαϊκή μελέτη παρέχει νέα δεδομένα, παρακολουθώντας χιλιάδες άνδρες για 23 χρόνια. Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο New England Journal of Medicine (NEJM).
Η Ευρωπαϊκή Τυχαιοποιημένη Μελέτη Προσυμπτωματικού Ελέγχου του Καρκίνου του Προστάτη (ERSPC) ξεκίνησε το 1993, με στόχο να διερευνήσει αν η μέτρηση του PSA μειώνει τη θνησιμότητα από καρκίνο του προστάτη και να καταγράψει τυχόν μειονεκτήματα. Στη μελέτη συμμετείχαν 162.236 άνδρες από οκτώ ευρωπαϊκές χώρες, ηλικίας 55 έως 69 ετών. Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες: η μία υποβαλλόταν τακτικά σε μέτρηση PSA και η άλλη όχι. Η παρακολούθηση διήρκεσε 23 χρόνια.
Στο τέλος της παρακολούθησης, η θνησιμότητα από καρκίνο του προστάτη ήταν 1,4% στην ομάδα με τακτικό έλεγχο PSA και 1,6% στην ομάδα χωρίς έλεγχο. Αυτό αντιστοιχεί σε μείωση 13% των θανάτων στην ομάδα ελέγχου. Με άλλα λόγια, για κάθε 456 άνδρες που υποβλήθηκαν σε εξέταση, αποφεύχθηκε ένας θάνατος, ενώ για κάθε 12 διαγνώσεις καρκίνου μέσω του ελέγχου, ένας θάνατος αποτράπηκε. Όπως επισημαίνουν η παθολόγος Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, η βιολόγος Αλεξάνδρα Σταυροπούλου και ο τ. πρύτανης ΕΚΠΑ Θάνος Δημόπουλος, τα οφέλη της πρόληψης φαίνεται να αυξάνονται όσο περνούν τα χρόνια.
Ο τακτικός έλεγχος με PSA όμως ενέχει κινδύνους υπερδιάγνωσης και υπερθεραπείας. Στη μελέτη, το 16% των εξετάσεων ήταν αυξημένο, αλλά μόλις το 25% των βιοψιών επιβεβαίωσε καρκίνο. Αυτό σημαίνει ότι πολλοί άνδρες υπεβλήθησαν σε επεμβατικές διαδικασίες χωρίς ουσιαστική ανάγκη, με άγχος, δυσφορία και πιθανές επιπλοκές. Επιπλέον, πολλοί διαγνώστηκαν με καρκίνους χαμηλού κινδύνου, που πιθανόν δεν θα προκαλούσαν ποτέ συμπτώματα ή θάνατο. Η υπερδιάγνωση οδηγεί συχνά σε περιττές θεραπείες, με παρενέργειες όπως στυτική δυσλειτουργία ή ακράτεια.
Οι ερευνητές της ERSPC τονίζουν ότι χρειάζεται στοχευμένη προσέγγιση. Αντί για μαζικές εξετάσεις PSA, ο προληπτικός έλεγχος πρέπει να βασίζεται στον ατομικό κίνδυνο κάθε άνδρα, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία, το οικογενειακό ιστορικό, τα προηγούμενα επίπεδα PSA και απεικονιστικές εξετάσεις όπως η μαγνητική τομογραφία. Ο συνδυασμός αυτών των παραμέτρων μειώνει τις περιττές βιοψίες και τις διαγνώσεις χαμηλού κινδύνου, χωρίς να χάνεται η ικανότητα εντοπισμού επικίνδυνων μορφών καρκίνου.
Η μελέτη δείχνει επίσης ότι το όφελος μειώνεται σημαντικά μετά τα 70, καθώς οι πιθανότητες θανάτου από άλλες αιτίες αυξάνονται. Στους άνδρες που είχαν ελεγχθεί και δεν είχαν διαγνωστεί έως τα 72, παρατηρήθηκε μικρό πλεονέκτημα, το οποίο όμως μειωνόταν σταδιακά στη δεκαετία που ακολούθησε. Οι ερευνητές καταλήγουν ότι η συνέχιση του ελέγχου σε μεγαλύτερες ηλικίες πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση, ανάλογα με την υγεία και το προσδόκιμο ζωής του άνδρα.
Η 23ετής μελέτη καταδεικνύει ότι ο προληπτικός έλεγχος PSA μπορεί να σώσει ζωές, όχι όμως χωρίς κόστος. Η πιθανότητα πρόληψης θανάτου είναι μικρή, ενώ εκατοντάδες άνδρες υποβάλλονται σε περιττές εξετάσεις και θεραπείες. Οι ειδικοί υπογραμμίζουν ότι ο έλεγχος πρέπει να γίνεται με μέτρο και εξατομίκευση. «Σήμερα, οι διεθνείς οδηγίες συνιστούν στους άνδρες ηλικίας 50 έως 69 ετών να συζητούν με τον γιατρό τους πριν αποφασίσουν εάν θα υποβληθούν σε εξέταση PSA, αφού ενημερωθούν πλήρως για τα πιθανά οφέλη και τους κινδύνους», προσθέτουν.
«Η τεχνολογία δίνει πλέον τη δυνατότητα για πιο ακριβή διάγνωση και οι θεραπείες είναι λιγότερο επιβαρυντικές. Όμως η βασική αρχή παραμένει: η πρόληψη είναι πολύτιμη μόνο όταν εφαρμόζεται με μέτρο και σύνεση. Ο στόχος δεν είναι να ανιχνεύουμε κάθε καρκίνο, αλλά να προλαμβάνουμε εκείνους που πραγματικά απειλούν τη ζωή, με τον μικρότερο δυνατό κίνδυνο για τον ίδιο τον άνθρωπο».