1. Home
  2. Το
  3. πρωτοσέλιδο
  4. Πώς η παρατεταμένη θλίψη μπορεί να επηρεάσει την υγεία
Πώς η παρατεταμένη θλίψη μπορεί να επηρεάσει την υγεία

Πώς η παρατεταμένη θλίψη μπορεί να επηρεάσει την υγεία

0

Η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου συνοδεύεται φυσιολογικά από συναισθήματα βαθιάς θλίψης, αποτελώντας ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης εμπειρίας.


Ωστόσο, για ορισμένους ανθρώπους το πένθος μπορεί να αποδειχθεί τόσο έντονο και παρατεταμένο, ώστε να επιβαρύνει σημαντικά τη σωματική και ψυχική τους υγεία, ακόμη και χωρίς να πληρούνται τα διαγνωστικά κριτήρια ψυχικής διαταραχής λόγω παρατεταμένης θλίψης.

Προηγούμενες έρευνες έχουν ήδη δείξει ότι άτομα που βιώνουν πρόσφατη απώλεια επισκέπτονται συχνότερα τις υπηρεσίες υγείας και εμφανίζουν αυξημένη θνησιμότητα σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Νέα δανέζικη μελέτη έρχεται να ενισχύσει αυτά τα στοιχεία, αποκαλύπτοντας ότι οι άνθρωποι που πενθούν έντονα και για μεγάλο διάστημα όχι μόνο αναζητούν συχνότερα ιατρική φροντίδα, αλλά διατρέχουν και μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου μέσα σε μια δεκαετία από την απώλεια.

«Αυτή είναι η πρώτη μελέτη που διερευνά τη μακροχρόνια χρήση υπηρεσιών υγείας και τα πρότυπα θνησιμότητας κατά τη διάρκεια μιας δεκαετίας μετά τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου σε μια μεγάλης κλίμακας ομάδα», δήλωσε η Δρ. Mette Kjærgaard Nielsen, ερευνήτρια στη Μονάδα Έρευνας για τη Γενική Ιατρική στο Aarhus της Δανίας και συντάκτρια της μελέτης.

Η ομάδα της Nielsen είχε ήδη εξετάσει τις μεταβολές στην ένταση των συμπτωμάτων πένθους στα τρία πρώτα χρόνια μετά την απώλεια, χρησιμοποιώντας το ερωτηματολόγιο «Prolonged Grief-13».

Η νέα ανάλυση βασίστηκε σε δεδομένα από το Δανικό Εθνικό Μητρώο Υγείας, καλύπτοντας συνολικά δέκα χρόνια παρακολούθησης μέχρι το 2022. Καταγράφηκαν επισκέψεις σε γιατρούς, συνταγογράφηση ψυχοτρόπων φαρμάκων, καθώς και στοιχεία θνησιμότητας από το Δανικό Μητρώο Αιτιών Θανάτου.

Τα αποτελέσματα ανέδειξαν υψηλά ποσοστά θνησιμότητας σε όλη τη διάρκεια της μελέτης, χωρίς ωστόσο να έχει αποσαφηνιστεί πλήρως ποιοι μηχανισμοί κρύβονται πίσω από αυτό το φαινόμενο.

«Έχουμε διαπιστώσει στο παρελθόν μια σύνδεση μεταξύ υψηλών επιπέδων συμπτωμάτων θλίψης και υψηλότερων ποσοστών καρδιαγγειακών παθήσεων, προβλημάτων ψυχικής υγείας και ακόμη και αυτοκτονίας. Ωστόσο, η σχέση με τη θνησιμότητα πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω», εξηγεί η Nielsen.

Οι ερευνητές τονίζουν ότι τα άτομα με εντονότερη ψυχική ευαλωτότητα μπορούν να εντοπιστούν νωρίς, ανοίγοντας τον δρόμο για έγκαιρες παρεμβάσεις. Τα στοιχεία έδειξαν ότι σε όσους ανήκαν στην ομάδα «υψηλής θλίψης» υπήρχε συχνότερη χρήση ψυχοτρόπων φαρμάκων ακόμη και πριν την απώλεια.

«Όσοι ανήκαν στην ομάδα “υψηλής θλίψης” είχαν κατά μέσο όρο χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης, ενώ η συχνότερη χρήση φαρμάκων πριν από την απώλεια, υποδηλώνει ότι είχαν σημάδια ψυχικής ευπάθειας, τα οποία μπορεί να προκαλέσουν μεγαλύτερη δυσφορία κατά την απώλεια», σημειώνει η Nielsen.

«Ένας γενικός γιατρός θα μπορούσε να αναζητήσει προηγούμενα σημάδια κατάθλιψης και άλλων σοβαρών ψυχικών διαταραχών. Στη συνέχεια, μπορεί να προσφέρει σε αυτούς τους ασθενείς εξατομικευμένη παρακολούθηση στο ιατρείο του ή να τους παραπέμψει σε ψυχίατρο», προσθέτει.

Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Frontiers in Public Health.

 

Διαβάστε και ψηφιακά την έντυπη έκδοση "ΠΕΡΙ ΥΓΕΙΑΣ σήμερα"

Κυκλοφορεί σε πάνω από 2.000 σημεία πανελλαδικά