Γιατί αυξήθηκαν οι τιμές των φαρμάκων;
Το υπουργείο Υγείας εκτιμά ότι αυξήσεις αυτές δεν θα ανεβάσουν τελικά την φαρμακευτική δαπάνη διότι περίπου 200 φάρμακα εισάγονταν κάθε χρόνο από το εξωτερικό μέσω του ΙΦΕΤ (Ινστιτούτου Φαρμακευτικής Έρευνας και Τεχνολογίας) σε πολλαπλάσιες τιμές. Για τις εισαγωγές αυτές το ΙΦΕΤ διέθετε περίπου 90 εκατ. ευρώ ετησίως, ενώ τώρα με τις αυξήσεις αυτό θα αντιμετωπιστεί. Σύμφωνα με τον υπουργό Υγείας Άδωνι Γεωργιάδη, οι σχετικοί τίτλοι περί οικονομικής επιβαρύνσεως των ασθενών με 30 εκατ. ευρώ είναι παραπλανητικοί. «Τα φάρμακα αυτά, λόγω της κάτω από το κόστος τιμής τους, ήταν είτε σε χρόνια έλλειψη, είτε σε πλήρη απόσυρση. Θυμηθείτε πόσες φορές ψάξατε οι ίδιοι για διάφορα φάρμακα και δεν τα βρίσκατε, ή πόσα δημοσιεύματα διαβάσατε σχετικά με τις ελλείψεις των φθηνών φαρμάκων». Αυτό το πρόβλημα το λύσαμε, είπε ο κ. Γεωργιάδης.
Οι αυξήσεις των φαρμάκων δεν προσέλκυσαν πολλές επικρίσεις, ενώ οι φαρμακοποιοί τις υποστήριξαν. Ο Αθανάσιος Αλειφτήρας, Αντιπρόεδρος Φαρμακευτικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, τάχθηκε υπέρ, λέγοντας: «Αυτό που είδαμε στην τελευταία ανακοίνωση του ΕΟΦ είναι ότι εν πολλοίς είναι φάρμακα με πολύ χαμηλή τιμή τα οποία έχουμε δει ότι όταν βρίσκονται σε τόσο χαμηλή τιμή συνήθως οι εταιρείες τα θεωρούν ασύμφορα με αποτέλεσμα να τα καταργούν, να τα αποσύρουν από την αγορά». Συνεχίζοντας ο κ. Αλειφτήρας είπε ότι το να πάρει μία αύξηση ένα τέτοιο φάρμακο και για παράδειγμα από τα 4 ευρώ να πάει στα 6 ευρώ εάν βάλουμε στο 25% τη συμμετοχή του ασθενούς, η αύξηση που θα κληθεί να πληρώσει από την τσέπη του θα είναι στο μισό ευρώ. Αυτή ωστόσο η αύξηση θα επιτρέψει το φάρμακο αυτό να εξακολουθήσει να είναι διαθέσιμο στον ασθενή και να μην αποσυρθεί από την αγορά».
Αλλαγή φαρμακευτικής πολιτικής
Με αυτές τις αυξήσεις σηματοδοτείται μια αλλαγή στη φαρμακευτική πολιτική που είχε ήδη εξαγγελθεί. «Είναι τελείως λάθος η πολιτική που είχαμε τόσα χρόνια στον τομέα των φθηνών φαρμάκων», είχε αναφέρει ο κ. Γεωργιάδης στο παρελθόν. Και εξήγησε ότι η πολιτική αυτή που ακολουθούσε η Ελλάδα για να μειωθεί η φαρμακευτική δαπάνη, οδηγώντας διαρκώς σε χαμηλότερες τιμές σε φάρμακα ευρείας κατανάλωσης, είχε ως συνέπεια να πωλούνται κάτω του κόστους. «Φτιάχνουμε ένα περιβάλλον υποχρεωτικών ζημιών και οδηγούμαστε σε αποσύρσεις… Τελικά ούτε λεφτά κερδίζουμε ούτε ποιότητα υγείας έχουμε. Αυτή η πολιτική αλλάζει για να μπορούμε να έχουμε τα φάρμακα που θέλουμε για τον ασθενή», κατέληξε ο υπουργός.
Ουσιαστικά το υπουργείο Υγείας ικανοποίησε ένα βασικό αίτημα της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας γενοσήμων. Αντί να στηρίξουν μια πολιτική διείσδυσης των γενοσήμων, τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές κυβερνήσεις ακολούθησαν πολιτική μείωσης των τιμών τους. Αλλά τον τελευταίο καιρό καταβάλλεται προσπάθεια να μειωθεί το clawback συνολικά και ειδικότερα να ελαφρυνθούν τα γενόσημα. Προκαθορίστηκε από τη νομοθεσία στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας να αυξηθεί ο προϋπολογισμός για τα φάρμακα κατά 300 εκατ. ευρώ το 2024, ενώ άλλα περίπου 70 εκατ. ευρώ θα προέλθουν από την επίσης νομοθετημένη αύξηση βάσει της ανόδου του ΑΕΠ. Μια απόφαση που ελήφθη τον περασμένο Ιανουάριο προβλέπει εξαίρεση από το clawback των νοσοκομειακών φαρμάκων που έχουν τιμή κάτω των 5 ευρώ, καθώς θεωρούνται απαραίτητα για τη λειτουργία των νοσοκομείων. Επίσης θεσπίστηκε πλαφόν μέγιστης επιβάρυνσης clawback για τα νοσοκομειακά φάρμακα με τιμή 5-15 και 15-30 ευρώ.
Ωστόσο το θέμα της φαρμακευτικής δαπάνης είναι ένα μεγάλο πρόβλημα για όλους τους προϋπολογισμούς. Τα ποσά που δαπανούν τα κράτη για φάρμακα αυξάνονται διαρκώς με ετήσιο ρυθμό αύξησης 5-8% σε παγκόσμιο επίπεδο. Ένας βασικός λόγος είναι η γήρανση του πληθυσμού που σημαίνει αυξημένη ζήτηση για φροντίδα υγείας. Το 2001, το 3,4% του πληθυσμού της ΕΕ ήταν 80 ετών και άνω, ενώ το 2020 ήταν σχεδόν το 6%. Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό υπερδιπλασιάστηκε, φτάνοντας στο 7,2%. Ταυτόχρονα παρατηρείται μια διαρκής αύξηση του φορτίου νοσηρότητας με περίπου το 50% των ηλικιωμένων (άνω των 65 ετών) να έχει τουλάχιστον μία χρόνια πάθηση και το 25% να έχει δύο ή περισσότερες. Στη χώρα μας σημειώνονται 65.000 διαγνώσεις καρκίνου κάθε χρόνο. Παράλληλα με όλα αυτά, η εξέλιξη της φαρμακευτικής τεχνολογίας και οι βιολογικές θεραπείες δημιουργούν τεράστια χρηματοδοτική πίεση στα συστήματα υγείας.
ΠΗΓΗ: Έντυπο “ΠΕΡΙ ΥΓΕΙΑΣ” σήμερα