ESMO 2024: Νέα εποχή στη διαχείριση τεσσάρων μορφών καρκίνου
Τι δείχνουν τα νέα κλινικά δεδομένα για τη πεμπρολιζουμάμπη
Σημαντικά νέα επιστημονικά στοιχεία παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια του ετήσιου Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ιατρικής Ογκολογίας (ESMO, 13-17 Σεπτεμβρίου 2024, Βαρκελώνη) για τη καταλυτική σημασία της πεμπρολιζουμάμπης (pembrolizumab) από τον πρώιμου σταδίου καρκίνο του μαστού έως τους προχωρημένου σταδίου γαστρεντερικούς, γυναικολογικούς δερματολογικούς και ουρογεννητικούς όγκους.
Τα δεδομένα που παρουσιάστηκαν στο ESMO όχι μόνο επιβεβαίωσαν την αποτελεσματικότητα και ασφάλεια της πεμπρολιζουμάμπης ως κορυφαίας ανοσοθεραπείας αλλά και επεκτείνουν τη θέση της σε νέες θεραπευτικές ενδείξεις.
Μελάνωμα: Η επικουρική θεραπεία βελτιώνει την επιβίωση χωρίς υποτροπή της νόσου
Νεότερα δεδομένα από κλινικές δοκιμές μακροχρόνιας παρακολούθησης δείχνουν ότι η επικουρική θεραπεία με πεμπρολιζουμάμπη βελτιώνει σημαντικά την επιβίωση χωρίς υποτροπή (RFS) και την επιβίωση χωρίς απομακρυσμένες μεταστάσεις σε ασθενείς με πλήρως εξαιρέσιμο σταδίου III μελάνωμα.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης EORTC 1325-MG/KEYNOTE-054 η αποτελεσματικότητα της επικουρικής θεραπείας με πεμπρολιζουμάμπη παραμένει ισχυρή μετά από επτά χρόνια σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο σε 1.019 ασθενείς με υψηλού κινδύνου σταδίου III μελάνωμα. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η pembrolizumab προσφέρει κλινικά σημαντική βελτίωση στην RFS (50% έναντι 36%), την επιβίωση χωρίς απομακρυσμένες μεταστάσεις (54% έναντι 42%) και την επιβίωση χωρίς υποτροπή (61% έναντι 53%) χωρίς αναφορά σε μεταλλάξεις BRAF ή κατάσταση PD-L1.
Τριπλά αρνητικός καρκίνος του μαστού: Η ανοσοθεραπεία σε πρώιμο στάδιο παρατείνει σημαντικά τη συνολική επιβίωση
Σημαντικές βελτιώσεις στη συνολική επιβίωση (OS) και στην επιβίωση χωρίς συμβάντα (EFS) καταδεικνύουν και τα τελικά αποτελέσματα της μελέτης φάσης ΙΙΙ, KEYNOTE-522, όταν η πεμπρολιζουμάμπη προστίθεται στη συνήθη χημειοθεραπεία των ασθενών με πρώιμο τριπλά αρνητικό καρκίνο του μαστού (TNBC).
Μετά από μέση παρακολούθηση 75,1 μηνών, το ποσοστό 5ετούς επιβίωσης στο σκέλος του δείγματος που χορηγήθηκε pembrolizumab ήταν 86,6% έναντι 81,7% στην ομάδα ελέγχου. Ομοίως, το ποσοστό 5ετούς EFS ήταν 81,2% για τις ασθενείς που έλαβαν pembrolizumab, σε σύγκριση με 72,2% στην ομάδα του placebo. Αυτά τα αποτελέσματα αναδεικνύουν τη δυνατότητα της πεμπρολιζουμάμπης στη θεραπεία ασθενών με υψηλού κινδύνου TNBC.
Ουροθηλιακός Καρκίνος: Συνδυαστική θεραπεία βελτιώνει την επιβίωση στην τοπικά προχωρημένη ή μεταστατική νόσο
Κατά τη διάρκεια του ESMO 2024 παρουσιάστηκαν και τα αποτελέσματα πενταετούς παρακολούθησης της μελέτης EV-103, η οποία εξέτασε τον συνδυασμό Enfortumab Vedotin (EV) και pembrolizumab ως θεραπεία πρώτης γραμμής για ασθενείς με τοπικά προχωρημένο ή μεταστατικό ουροθηλιακό καρκίνο (la/mUC) που δεν είναι επιλέξιμοι για σισπλατίνη (cisplatin).
Η EV-103 ακολούθησε προηγούμενα ευρήματα από τη μελέτη EV-302/KEYNOTE-A39, η οποία οδήγησε στην έγκριση από τον Αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) του συνδυασμού EV και pembrolizumab ως θεραπεία πρώτης γραμμής, αποδεικνύοντας τη βελτίωση της συνολικής επιβίωσης (OS) σε σύγκριση με τη χημειοθεραπεία με βάση την πλατίνα.
Η συνδυαστική θεραπεία έδειξε 73,3% συνολικό ποσοστό ανταπόκρισης (ORR), με μέση συνολική επιβίωση (OS) 26,1 μηνών και μέση επιβίωση χωρίς εξέλιξη (PFS) 12,7 μηνών. Αξίζει να σημειωθεί ότι, το 41,5% των ασθενών ζούσαν πέντε χρόνια μετά, ξεπερνώντας τα αποτελέσματα προηγούμενων μελετών.
Συμπερασματικά, τα ευρήματα από τη μελέτη EV-103 υποστηρίζουν τη χρήση του EV μαζί με την πεμπρολιζουμάμπη ως θεραπεία πρώτης γραμμής για ασθενείς με la/mUC που δεν είναι επιλέξιμοι για cisplatin.
Καρκίνοι του γαστρεντερικού συστήματος: Η ανοσοθεραπεία βελτιώνει τη συνολική επιβίωση
Η προσθήκη πεμπρολιζουμάμπης στο θεραπευτικό σχήμα που περιλαμβάνει trastuzumab και χημειοθεραπεία βελτιώνει σημαντικά τη συνολική επιβίωση (OS) σε ασθενείς που δεν έχουν λάβει προηγούμενη θεραπεία και πάσχουν από μη χειρουργήσιμο, HER2-θετικό μεταστατικό αδενοκαρκίνωμα του στομάχου/γαστροοισοφαγικής συμβολής (G/GEJ), σύμφωνα με τα καταληκτικά αποτελέσματα της μελέτης KEYNOTE-811.
Κατά την παρουσίαση της μελέτης στο ESMO 2024, αναφέρθηκε ότι στην κλινική δοκιμή που περιλάμβανε 698 ασθενείς, ο θεραπευτικός συνδυασμός με πεμπρολιζουμάμπη πέτυχε μέση OS 20,0 μηνών, σε σύγκριση με 16,8 μήνες για την ομάδα ελέγχου.
Στους ασθενείς με συνδυασμένο θετικό σκορ PD-L1≥1, το όφελος από την OS ήταν ακόμη πιο σημαντικό, με μέση επιβίωση 20,1 μηνών έναντι 15,7 μηνών στην ομάδα ελέγχου. Η μέση επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου (PFS) ήταν μεγαλύτερη τόσο στον γενικό πληθυσμό (10,0 μήνες έναντι 8,1 μηνών) όσο και στην ομάδα με συνδυασμένο θετικό σκορ PD-L1≥1 (10,9 μήνες έναντι 7,3 μηνών), υπογραμμίζοντας την αποτελεσματικότητα αυτής της συνδυαστικής θεραπείας. Σύμφωνα με τον Δρ. Filippo Pietrantonio από το Fondazione IRCCS Istituto Nazionale dei Tumori, η αύξηση της OS κατά 3 μήνες είναι κλινικά σημαντική, ειδικά στην υποομάδα με συνδυασμένο θετικό σκορ PD–L1≥1, η οποία είδε βελτίωση 4,4 μηνών στην OS.
Καρκίνος τραχήλου μήτρας: Συνδυαστική θεραπεία επεκτείνει την επιβίωση
Ως νέο θεραπευτικό σχήμα για ασθενείς με υψηλού κινδύνου τοπικά εντοπισμένο καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, αναδεικνύεται ο συνδυασμός πεμπρολιζουμάμπης και ταυτόχρονης χημείο-ακτινοθεραπείας (CRT) σύμφωνα με τα αποτελέσματα της δεύτερης ενδιάμεσης ανάλυσης της τυχαιοποιημένης, διπλά τυφλής, φάσης III μελέτης ENGOT–cx11/GOG-3047/KEYNOTE–A18, η οποία περιλάμβανε 1.060 ασθενείς.
Η μελέτη, που παρουσιάστηκε στο ESMO 2024, δείχνει ότι το ποσοστό 36 μηνών συνολικής επιβίωσης (OS) για την ομάδα που έλαβε pembrolizumab ανήλθε στο 82,6% σε σύγκριση με ποσοστό 74,8% για την ομάδα ελέγχου. Σύμφωνα με τον καθηγητή Remi Nout από το Erasmus MC Cancer Institute, η θεραπεία προσφέρει καλύτερη πιθανότητα ίασης γι’ αυτή την υψηλού κινδύνου πληθυσμιακή ομάδα.
Εν κατακλείδι
Τα προαναφερόμενα δεδομένα από το ESMO 2024 επιβεβαιώνουν ότι η πεμπρολιζουμάμπη, είτε ως μονοθεραπεία είτε σε συνδυασμό με άλλους θεραπευτικούς παράγοντες, έχει την ικανότητα να επεκτείνει την επιβίωση και να βελτιώσει την ποιότητα ζωής προσφέροντας ελπίδα σε ασθενείς που είχαν προηγουμένως περιορισμένες θεραπευτικές επιλογές.