
Η σημασία της έγκαιρης διάγνωσης του γλαυκώματος τονίζεται με αφορμή την Παγκόσμια Εβδομάδα για το Γλαύκωμα 9-15 Μαρτίου
Αδιάγνωστο παραμένει σε αρκετές περιπτώσεις το πρόβλημα της όρασης, γιατί στα αρχικά στάδιά του δεν προκαλεί συμπτώματα.
Συγκεκριμένα, στις ανεπτυγμένες χώρες αδιάγνωστο είναι το 50% των ασθενών, σύμφωνα με μελέτες ενώ στις αναπτυσσόμενες το 90%. «Το γλαύκωμα είναι η συχνότερη αιτία μη αναστρέψιμης απώλειας της όρασης, αλλά δυστυχώς μεγάλος αριθμός πασχόντων παραμένουν αδιάγνωστοι. Κύριες αιτίες γι’ αυτό είναι η άγνοια για τη σοβαρότητά του, η μη συμμόρφωση στις συστάσεις για προσυμπτωματικό οφθαλμολογικό έλεγχο και η ανίχνευσή του σε προχωρημένο και κατ’ επέκταση πιο σοβαρό στάδιο. Δυστυχώς, με τη γήρανση του πληθυσμού ο αριθμός των κρουσμάτων αναμένεται να αυξηθεί ακόμα περισσότερο, φθάνοντας στα σχεδόν 112 εκατομμύρια έως το 2040. Μέχρι τότε, υπολογίζεται ότι 22 εκατομμύρια άνθρωποι θα έχουν χάσει την όρασή τους από το γλαύκωμα», αναφέρει ο δρ Αναστάσιος-Ι. Κανελλόπουλος, MD, Xειρουργός-Oφθαλμίατρος, ιδρυτής και επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Οφθαλμολογίας LaserVision, Καθηγητής Οφθαλμολογίας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης.
Οικογενειακή συνιστώσα
Τα μέλη των οικογενειών των ασθενών διατρέχουν δεκαπλάσιο κίνδυνο να το αναπτύξουν και τα ίδια, σε σύγκριση με τα άτομα χωρίς οικογενειακό ιστορικό της νόσου. Ένας άλλος σοβαρός παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξή του είναι ο σακχαρώδης διαβήτης, από τον οποίο πάσχουν περισσότερα από ένα εκατομμύριο άτομα στη χώρα μας.
Η διάγνωση
Όσο πιο νωρίς διαγνωστεί το γλαύκωμα, τόσο λιγότερες βλάβες θα προκληθούν στα μάτια και τόσο περισσότερη όραση θα σωθεί, τονίζει η Παγκόσμια Εταιρεία Γλαυκώματος (World Glaucoma Association – WGA).Η έγκαιρη διάγνωση προϋποθέτει τακτικό προσυμπτωματικό έλεγχο, επισημαίνει ο δρ Κανελλόπουλος. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να πηγαίνουμε στον οφθαλμίατρο για πλήρη οφθαλμολογικό έλεγχο:
Τουλάχιστον μία φορά στις ηλικίες 20 έως 29 ετών και τουλάχιστον δύο φορές από τα 30 έως τα 39 έτη (ιδανικά θα έπρεπε να πηγαίνουμε κάθε 2 έως 4 χρόνια πριν από την ηλικία των 40 ετών, τονίζει ο καθηγητής)
Τουλάχιστον μία φορά κάθε 2 έως 3 χρόνια στις ηλικίες 40 έως 60 ετών (ιδανικά ο έλεγχος πρέπει να είναι ετήσιος)
Κάθε 1 έως 2 χρόνια μετά τα 60 έτη
Όταν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό πρέπει να αρχίζουν τον τακτικό έλεγχο σε μικρότερη ηλικία, ενώ αν κάποιος έχει παθολογικά ευρήματα η συχνότητα του επανελέγχου διαφέρει αισθητά. Στους ασθενείς αυτούς η ηλικία έναρξης του συστηματικού ελέγχου και η συχνότητα της επανάληψης καθορίζονται εξατομικευμένα. Όσον αφορά τους διαβητικούς ασθενείς, αυτοί πρέπει να ελέγχουν προληπτικά την όρασή τους σε ετήσια βάση.
Σοβαρότητα πάθησης
«Η πιο συνηθισμένη αιτία που προκαλεί βλάβες στο οπτικό νεύρο των πασχόντων είναι η αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση. Οι νευρικές απολήξεις του οπτικού νεύρου είναι πολύ ευαίσθητες στην αύξησή της και υφίστανται βλάβες από αυτήν», απαντά ο κ. Κανελλόπουλος.
Όταν αρχίσουν οι βλάβες στις νευρικές απολήξεις, αρχίζει πρώτα να μειώνεται η περιφερειακή όραση. Οι πρώτες ενδείξεις είναι η εμφάνιση περιφερειακών σκοτωμάτων, δηλαδή σκοτεινών σημείων στο περιφερειακό πεδίο. Αν δεν γίνει θεραπεία, η απώλεια της περιφερειακής όρασης θα ενταθεί και κάποια στιγμή ο ασθενής θα συνειδητοποιήσει ότι είναι σαν να βλέπει μέσα από τούνελ.
Αν πάλι δεν γίνει θεραπεία, οι βλάβες θα επεκταθούν σε όλο το οπτικό νεύρο και τελικά θα πληγεί και η κεντρική όρασή του, οπότε κινδυνεύει από ολική τύφλωση. Με την κατάλληλη θεραπεία οι ασθενείς μπορούν να διατηρήσουν ικανοποιητική όραση ακόμα και για 20 ή περισσότερα χρόνια μετά τη διάγνωσή τους.
Η θεραπεία
Συνιστάται στους ασθενείς συνήθως είναι φαρμακευτική με ειδικά αντιγλαυκωματικά φάρμακα ή/και κολλύρια, επεμβατική (π.χ. με λέιζερ) ή συνδυασμός αυτών. «Οι θεραπείες μπορούν να διατηρήσουν την εναπομείνουσα όραση, αλλά δεν βελτιώνουν όση έχει ήδη χαθεί από το γλαύκωμα», ξεκαθαρίζει ο κ. Κανελλόπουλος. «Επιπλέον, οι περισσότεροι πάσχοντες χρειάζονται φαρμακευτική θεραπεία για την υπόλοιπη ζωής τους, η οποία όμως για να είναι αποτελεσματική απαιτεί την επιμελή τήρηση της αγωγής. Η ελλιπής συμμόρφωση στην θεραπευτική αγωγή μπορεί να οδηγήσει σε μείωση ή και απώλεια της όρασης», καταλήγει.